- μεταπλάσσεται
- μεταπλάσσωmould differentlypres ind mp 3rd sgμεταπλάσσωmould differentlypres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ουραχός — ο (Α οὐραχός) νεοελλ. ανατ. το ενδοκοιλιακό εξωπεριτοναϊκό τμήμα τού αλαντοειδούς πόρου στο έμβρυο, το οποίο πριν από τον τοκετό μεταπλάσσεται σε μέσο ομφαλοκυστικό σύνδεσμο αρχ. 1. ο αγωγός τών ούρων στο έμβρυο 2. το κορυφαίο άκρο τής καρδιάς 3 … Dictionary of Greek